πακτώνω

πακτώνω
μετ. арендовать (чаще землю)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πακτώνω" в других словарях:

  • πακτώνω — και παχτώνω πάκ(χ)τωσα, πακ(χ)τώθηκα, πακ(χ)τωμένος, τοποθετώ μόνιμα αντικείμενο μέσα σε λάσπη, γύψο, τσιμέντο, στερεώνω, σφηνώνω: Η βάση της κεραίας της τηλεόρασης πρέπει να παχτωθεί στην ταράτσα, για να σταθεί. Με τη σημασία του «μισθώνω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πακτώνω — (I) και παχτώνω (Α πακτῶ, όω) [πακτός] περιορίζω κάτι σε κλειστό χώρο, ασφαλίζω νεοελλ. καθιστώ κάτι στερεό αρχ. 1. φράσσω, στουπώνω 2. δένω ασφαλώς. (II) και παχτώνω [πάκτο] νοικιάζω αγροτικό κτήμα …   Dictionary of Greek

  • πάκτωμα — (I) και πάχτωμα, το [πακτώνω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πακτώνω, εξασφάλιση τής σταθερότητας αντικειμένου με κατάλληλη συσκευασία, δέσιμο ή έμπηξη στο έδαφος, η στερέωση 2. (ιδίως σχετικά με πλοίο) καλαφάτισμα. (II) και πάχτωμα, το… …   Dictionary of Greek

  • πάκτωση — (I) η (Α πάκτωσις) [πακτώ] σύμπηξη, στερέωση νεοελλ. τεχνολ. τρόπος σύνδεσης μηχανικών εξαρτημάτων ή δομικών στοιχείων που δεν επιτρέπει τη μετακίνηση ή την περιστροφή τους. (II) η [πακτώνω (II)] μίσθωση αγροτικού κτήματος ή άλλου προσοδοφόρου… …   Dictionary of Greek

  • παχτώνω — βλ. πακτώνω (II) …   Dictionary of Greek

  • παχτώνω — πάχτωσα, βλ. πακτώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»